- θυσιαστήριος
- -α, -ο (ΑΜ θυσιαστήριος, -ία, -ον) [θυσιάζω]το ουδ. ως ουσ. τὸ θυσιαστήριο(ν)το μέρος όπου τελείται η θυσία, ο βωμόςνεοελλ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ θυσιαστήριο(ν)η Αγία Τράπεζααρχ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θυσία («θυσιαστήριος ὕμνος»).
Dictionary of Greek. 2013.