θυσιαστήριος

θυσιαστήριος
-α, -ο (ΑΜ θυσιαστήριος, -ία, -ον) [θυσιάζω]
το ουδ. ως ουσ. τὸ θυσιαστήριο(ν)
το μέρος όπου τελείται η θυσία, ο βωμός
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ θυσιαστήριο(ν)
η Αγία Τράπεζα
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θυσία («θυσιαστήριος ὕμνος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θυσιαστηρίων — θυσιαστήριον altar neut gen pl θυσιαστήριος sacrificial fem gen pl θυσιαστήριος sacrificial masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσιαστήριον — altar neut nom/voc/acc sg θυσιαστήριος sacrificial masc acc sg θυσιαστήριος sacrificial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσιαστηρίοιν — θυσιαστήριον altar neut gen/dat dual θυσιαστήριος sacrificial masc/neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσιαστηρίοις — θυσιαστήριον altar neut dat pl θυσιαστήριος sacrificial masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσιαστηρίου — θυσιαστήριον altar neut gen sg θυσιαστήριος sacrificial masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσιαστηρίωι — θυσιαστηρίῳ , θυσιαστήριον altar neut dat sg θυσιαστηρίῳ , θυσιαστήριος sacrificial masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσιαστηρίῳ — θυσιαστήριον altar neut dat sg θυσιαστήριος sacrificial masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσιαστήρια — θυσιαστήριον altar neut nom/voc/acc pl θυσιαστήριος sacrificial neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”